Μπερνάρ, Πολ

Μπερνάρ, Πολ
(Paul Bernard, Μπεζανσόν 1866 – Παρίσι 1947). Γάλλος δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας, επονομαζόμενος Τριστάν (Tristan). Εγκατέλειψε τη διεύθυνση μηχανουργείου και το επάγγελμα του δικηγόρου και αφοσιώθηκε στα γράμματα και στο θέατρο. Κάτω από την επίφαση των ελαφρών τόνων, που ανταποκρίνονται στο «βουλεβαρδιέρικο» ύφος, διαπότισε συχνά τις κωμωδίες του με πικρή ειρωνεία και οξείες επισημάνσεις ηθών. Αξιοσημείωτα είναι τα έργα του Το μικρό καφενείο (1911), Η υπόθεση Ματιέ (1900), Η λαμπάδα και ο φάρος και Τριπλπάτ (1905), σε συνεργασία με τον Αντρέ Γκονφερνό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • συμβολισμός — Λογοτεχνικό κίνημα που γεννήθηκε και επικράτησε στη Γαλλία μεταξύ 1885 και 1900 ως αντίδραση στον παρνασσισμό (παρνασσιακοί), που ήθελε μια ποίηση ουσιαστικά αντιπροσωπευτική της μορφής και των χρωμάτων, και στο νατουραλισμό, που υποστήριζε μια… …   Dictionary of Greek

  • συνθετισμός — Ζωγραφική σχολή που πρωτοεμφανίστηκε στο Παρίσι το 1889 και πήρε το όνομά της από ένα άρθρο του τεχνοκρίτη Αλμπέρ Οριέ (Aurier), που δημοσιεύτηκε στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Οι ζωγράφοι που ανήκανε στη σχολή αυτή είχαν ως εντευκτήριό …   Dictionary of Greek

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • κυβισμός — Καλλιτεχνικό κίνημα, που εκφράστηκε κυρίως μέσω της ζωγραφικής. Παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσο, Ζορζ Μπρακ, Χουάν Γκρι και Φερνάν Λεζέ. Συνίσταται στην απεικόνιση των… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”